- ἀλλοφυλισμός
- ἀλλο-φῡλισμός, ὁ,A adoption of foreign customs, LXX 2 Ma.4.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλλοφυλισμός — ἀλλοφυλισμός, ο (Α) [ἀλλοφυλῶ] υιοθέτηση, αποδοχή ξένων ηθών και εθίμων … Dictionary of Greek
ἀλλοφυλισμοῦ — ἀλλοφυλισμός adoption of foreign customs masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοφυλισμόν — ἀλλοφυλισμός adoption of foreign customs masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԱՅԼԱԶԳՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0085 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical գ. ἁλλοφυλισμός aliegenarum secta, ritus Հեթանոսութիւն. դեն եւ օրէնք այլազգեաց. *Սկիզբն արարեալ այլազգութեան եւ հեթանոսութեան: Հասեալ ʼի դուռն վախճանի՝ յայլազգութիւն դարձաւ. ՟Բ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)